ισοψηφώ — ισοψηφώ, ισοψήφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοψηφώ — ισοψήφησα, παίρνω ίσο αριθμό ψήφων: Στις τελευταίες εκλογές αυτοί οι βουλευτές ισοψήφησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)